- δύσκολος
- -η, -ο (AM δύσκολος, -ον)1. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που προκαλεί δυσκολίες ή εμπόδια2. (για πρόσωπα) δύστροπος, ιδιότροπος («δύσκολος άνθρωπος, χαρακτήρας», ο Δύσκολος τού Μενάνδρου)3. (για χρονική περίοδο) με δυσχερή προβλήματα («δύσκολες μέρες», «δύσκολη χρονιά»)4. δυσεξήγητος, περίπλοκος («δύσκολο μάθημα, δύσκολη θεωρία»)5. (για τόπο, δρόμο κ.λπ.) δυσκολοδιάβατος6. (για ημέρα) δυσοίωνος, με κακούς οιωνούς7. (για ασθένεια) δυσκολοθεράπευτος, δυσίατος8. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με το φαγητό, ο υπερβολικά εκλεκτικός9. το ουδ. ως ουσ. το δύσκολο (AM δύσκολον)η δυσχέρειανεοελλ.αυτός που γίνεται με δυσκολία («δύσκολος τοκετός»)μσν.1. (για ελπίδα) μάταιος2. το ουδ. ως ουσ.1. δίλημμα2. πληθ. α) βάσαναβ) κακοτοπιέςαρχ.αυτός που προκαλεί ενοχλήσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Οι υποθέσεις που ανάγουν τον τ. αφ' ενός στη ρίζα *kel- που απαντά στη ρίζα *Kwel- που απαντά στο πέλομαι δεν είναι πολύ πειστικές].
Dictionary of Greek. 2013.